μερτζάνι

μερτζάνι
τό
1) коралл; 2) барабулька (рыба)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μερτζάνι" в других словарях:

  • μερτζάνι — το 1. είδος κοραλλιού 2. συνεκδ. το κόσμημα που κατασκευάζεται από αυτό 3. κοινή ονομασία τού ψαριού ερυθρίνος, λυθρίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mercan] …   Dictionary of Greek

  • μερτζανόχειλος — η, ο αυτός που έχει χείλη σαν το μερτζάνι, κοραλλένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μερτζάνι + χείλος] …   Dictionary of Greek

  • mărgean — MĂRGEÁN subst. 1. Nume dat unor specii de animale care trăiesc în colonii marine formate din mai mulţi indivizi de culoare roşie, mai rar albă, înfipţi pe un schelet calcaros; coral1 (Corallium); p.ext. scheletul calcaros al acestor animale, din… …   Dicționar Român


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»